- πολυκέλαδος
- -η, -ο / πολυκέλαδος, -ον, ΝΑαυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο, που αντηχεί μακριάνεοελλ.1. (για πτηνό) αυτός που κελαηδάει πολύ2. (για άνθρωπο) φλύαρος, πολυλογάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κέλαδος (< κέλαδος, ὁ, «θόρυβος, ήχος»), πρβλ. καλλι-κέλαδος].
Dictionary of Greek. 2013.